πλέομεν δ' ἐπὶ οἴνοπα πόντον → we're sailing upon the wine-dark sea
[Seite 578] durch-, erspähen, Plat. Phil. 32 d, mit der v. l. διαπορευθῆναι.
διαθηρεύω: охотиться: διαθηρευθῆναι (v. l. διαπορευθῆναι) Plat. быть пойманным или выслеженным.