ἐνθουσιαστικῶς
From LSJ
Πάντα ταῦτα ἐπείρασα ἐν τῇ σοφίᾳ: εἶπα Σοφισθήσομαι, καὶ αὐτὴ ἐμακρύνθη ἀπ' ἐμοῦ· κτλ. (Εcclesiastes 7:23f., LXX version) → I tried to give proof in wisdom of all those things; I said, I will be wise, but that wisdom was far from me ...
French (Bailly abrégé)
adv.
dans une sorte de transport.
Étymologie: ἐνθουσιαστικός.
Russian (Dvoretsky)
ἐνθουσιαστικῶς: восторженно: ἐ. διατιθέναι τινά Plut. приводить кого-л. в восторг.