συνεργής

From LSJ
Revision as of 19:05, 20 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(<b class="b2">)([\w\s'-]+), ([\w\s'-]+)(<\/b>)" to "$2, $3")

Ἰσότητα τίμα, μὴ πλεονέκτει μηδένα → Aequalitatem cole, neque ullum deprimas → Die Gleichheit ehre, keinen übervorteile

Menander, Monostichoi, 259
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συνεργής Medium diacritics: συνεργής Low diacritics: συνεργής Capitals: ΣΥΝΕΡΓΗΣ
Transliteration A: synergḗs Transliteration B: synergēs Transliteration C: synergis Beta Code: sunergh/s

English (LSJ)

ές, A working with, co-operating, Aristeas 242. Adv., -γῶς ἔχειν εἴς τι Phld.Oec. p.19 J.

Greek (Liddell-Scott)

συνεργής: -ές, ὁ μετά τινος ἐργαζόμενος, συνεργὲς εὐλόγως γενόμενον Ἀριστέας περὶ τῶν Ἑβδομ. σ. 125.

Greek Monolingual

-ές, Α
συνεργατικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + -εργής (< ἔργον), πρβλ. εὐ-εργής].

Greek Monolingual

-ές, Α
συνεργατικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + -εργής (< ἔργον), πρβλ. εὐ-εργής].