καταδεῶς
From LSJ
τὸ κακὸν δοκεῖν ποτ' ἐσθλὸν τῷδ' ἔμμεν' ὅτῳ φρένας θεὸς ἄγει πρὸς ἄταν → evil appears as good to him whose mind the god is leading to destruction (Sophocles, Antigone 622f.)
French (Bailly abrégé)
adv.
d'une manière tout à fait incomplète ou insuffisante;
Cp. καταδεεστέρως ou καταδεέστερον.
Étymologie: καταδεής.
Russian (Dvoretsky)
καταδεῶς: adv., положит. степень к compar. καταδεεστέρως (см.).