καταδεῶς
From LSJ
Χωρὶς γυναικὸς ἀνδρὶ κακὸν οὐ γίγνεται → Non ullum sine muliere fit malum viro → Kein Unglück widerfährt dem Mann, der ledig bleibt
French (Bailly abrégé)
adv.
d'une manière tout à fait incomplète ou insuffisante;
Cp. καταδεεστέρως ou καταδεέστερον.
Étymologie: καταδεής.
Russian (Dvoretsky)
καταδεῶς: adv., положит. степень к compar. καταδεεστέρως (см.).