σφαλερῶς
From LSJ
στάζει γὰρ αὖ μοι φοίνιον τόδ᾽ἐκ βυθοῦ κηκῖον αἷμα → blood oozing from the deep wound, bloody gore drops oozing from the depths of my wound
adv.
d'une manière peu sûre ou dangereuse.
Étymologie: σφαλερός.
σφᾰλερῶς: ненадежным образом Eur., Isocr.