παγγόνατον
From LSJ
ἐβόα καὶ βαρβαρικῶς καὶ Ἑλληνικῶς → shouted out both in Persian and Greek, shouted out in the barbarian tongue and in Greek
English (LSJ)
τό, = βήχιον 1, Ps.-Dsc.3.112.
Greek Monolingual
παγγόνατον, το (Α)
φαρμακευτικό φυτό που ανακουφίζει από τον βήχα, το βήχιον.