σαικωνέω
From LSJ
ἀμείνω δ' αἴσιμα πάντα (Odyssey VII.310 / XV.71) → all things are better in moderation
English (LSJ)
or σαθρ-ίζω, move, Ar.Fr.849; cf. σαλακωνίζω.
Greek (Liddell-Scott)
σαικωνέω: ἢ -ίζω, κινῶ, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 674· πρβλ. σαλακωνίζω.