στρουθίς
From LSJ
εἰ μὴ ἦλθον καὶ ἐλάλησα αὐτοῖς, ἁμαρτίαν οὐκ εἶχον → if I had not come and spoken to them, they would not be guilty of sin
English (LSJ)
ίδος, ἡ, Dim. of στρουθός 1, Alex.144.
Greek (Liddell-Scott)
στρουθίς: -ίδος, ἡ, ὑποκορ. τοῦ στρουθὸς Ι, Εὐστ. Πονημ. 312. 1, πρβλ. Ἄλεξ. ἐν «Μανδρ.» 1, καὶ αὐτόθι Meineke· - ὡσαύτως στρουθίσκος, ὁ, Θεόδ. Πρόδρ.
Greek Monolingual
-ίδος, ἡ, ΜΑ
υποκορ. μικρός στρουθός, πουλάκι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < στρουθός + κατάλ. -ίς, -ίδος (πρβλ. δελφακ-ίς)].