γονατόομαι
From LSJ
ἕτερος ἐξ ἑτέρου σοφός τό τε πάλαι τό τε νῦν → one gets his skill from another, now as in days of old
English (LSJ)
Pass., become or be jointed, of grasses, reeds, etc., Thphr.HP8.2.4, Dsc.3.51.
German (Pape)
[Seite 501] pass., Kniee, Knoten bekommen, wie die Rohrhalme, Theophr.
Greek (Liddell-Scott)
γονᾰτόομαι: παθ., προσκτῶμαι ἢ ἔχω ἁρμὸν ἢ κόμβον· ἐπὶ χόρτου, καλάμου, κτλ., Θεόφρ. Ἱ. Φ. 8. 2, 4, Διοσκ. 3. 58.
Spanish (DGE)
1 bot. de tallos desarrollar nudos τὰ σιτώδη ... γονατοῦται Thphr.HP 8.2.4, λιγυστικὸν ... γεγονατωμένον Dsc.3.51.
2 estar provisto de coyunturas o rodillas λέγομεν μὴ πάντως τὰ ἐπουράνια ἔχειν σώματα γεγονατωμένα Origenes Comm.in Eph.3.14.