κροκοδιλοειδής
From LSJ
Ξένους ξένιζε, καὶ σὺ γὰρ ξένος γ' ἔσῃ (μήποτε ξένος γένῃ) → Bene hospiti fac: tu quoque hospes fors eris → Bewirte Gäste, denn auch du bist einmal Gast
English (LSJ)
ές, in the form of a crocodile, PMag. Leid.V.3.15 (κορκ- Pap.).
Spanish
Greek Monolingual
κροκοδιλοειδής, -ές (Α)
αυτός που μοιάζει στη μορφή ή στο σχήμα με κροκόδειλο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κροκόδιλος + -ειδής].