διαμικρολογέομαι
From LSJ
τεκμαιρόμενοι προκατηγορίας οὐ προγεγενημένης → deducing from the fact that there was no previous accusation
English (LSJ)
A deal grudgingly, πρός τινα Plu.Sol.30.
τεκμαιρόμενοι προκατηγορίας οὐ προγεγενημένης → deducing from the fact that there was no previous accusation
Full diacritics: διαμῑκρολογέομαι | Medium diacritics: διαμικρολογέομαι | Low diacritics: διαμικρολογέομαι | Capitals: ΔΙΑΜΙΚΡΟΛΟΓΕΟΜΑΙ |
Transliteration A: diamikrologéomai | Transliteration B: diamikrologeomai | Transliteration C: diamikrologeomai | Beta Code: diamikrologe/omai |
A deal grudgingly, πρός τινα Plu.Sol.30.