κυνδαλισμός

From LSJ
Revision as of 02:30, 24 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

Κατὰ τὴν ἰδίαν φρόνησιν οὐδεὶς εὐτυχεῖ → Suo arbitratu nullus est felix satis → Kein Mensch nach seinem eignen Denken glücklich ist

Menander, Monostichoi, 306
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κυνδαλισμός Medium diacritics: κυνδαλισμός Low diacritics: κυνδαλισμός Capitals: ΚΥΝΔΑΛΙΣΜΟΣ
Transliteration A: kyndalismós Transliteration B: kyndalismos Transliteration C: kyndalismos Beta Code: kundalismo/s

English (LSJ)

ὁ, game of knocking out one peg with another, Poll.9.120:—hence κυνδᾰλοπαίκτης, ου, ὁ, one who plays at it, ibid., Hsch. (-στης cod.).

Greek (Liddell-Scott)

κυνδᾰλισμός: ὁ, «ὁ δὲ κυνδαλισμὸς διὰ πατταλίων ἐστὶ παιδιά· κύνδαλα γὰρ τοὺς παττάλους ὠνόμαζον, ἦν δ’ ἔργον οὐ μόνον αὐτῷ τινι καταπῆξαι τὸν πάτταλον κατὰ τῆς διύγρου, ἀλλὰ καὶ τὸν καταπαγέντα ἐκκροῦσαι πλήξαντα κατὰ τὴν κεφαλὴν ἑτέρῳ παττάλῳ» Πολυδ. Θ΄, 120· κυνδάλη, ἡ, Ἡσύχ.· ― κυνδᾰλοπαίκτης, ὁ, ὁ παίζων, Πολυδ. ἄνθ’ ἀνωτ., καὶ Ἡσύχ. ἐν λέξει κυνδάλη.

Greek Monolingual

ο (Α κυνδαλισμός)
είδος παιχνιδιού κατά το οποίο οι παίκτες προσπαθούν με έναν πάσσαλο να βγάλουν έναν άλλον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κύνδαλος, πιθ. μέσω ενός αμάρτυρου κυνδαλίζω].