ἐνιπρῆσαι
From LSJ
ἐὰν δ' ἔχωμεν χρήμαθ', ἕξομεν φίλους → if we have money, then we will have friends | if we have money, we shall have friends
English (LSJ)
Ep. for ἐμπρ-, v. ἐμπίμπρημι.
Greek (Liddell-Scott)
ἐνιπρῆσαι: Ἐπικ. ἀντὶ ἐμπρ-, ἴδε ἐν λ. ἐμπίπρημι.
Greek Monotonic
ἐνιπρῆσαι: απαρ. Επικ. αορ. αʹ του ἐμπίπρημι.