ἐπάντλημα
From LSJ
τοῦ δὲ πολέμου οἱ καιροὶ οὐ μενετοί → in war, opportunities won't wait | the chances of war will not wait (Thucydides 1.142.2)
English (LSJ)
ατος, τό, fomentation, γαγγραίνης Dsc.2.109.
German (Pape)
[Seite 903] τό, das Daraufgegossene, Dioscor.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπάντλημα: τό, τὸ ἐπαντλεῖν, ἐπιχεῖν, ἐπίχυμα, Διοσκ. 2. 99, 132.