ἀείγνητος
From LSJ
τῶν δ᾿ ἄλλων τῶν νοσηματικῶν ἧττον μετέχουσιν αἱ γυναῖκες → apart from this one, women are less troubled by maladies
English (LSJ)
ον, = ἀειγενέτης, Orph.A.15.
Greek (Liddell-Scott)
ἀείγνητος: -ον, = ἀειγενέτης, Ὀρφ. Ἀργ. 15.
Spanish (DGE)
-η, -ον eterno Νύξ Orph.A.15.