ἀντευεργέτημα
From LSJ
τὸ ἀγαθὸν αἱρετόν· τὸ δ' αἱρετὸν ἀρεστόν· τὸ δ' ἀρεστὸν ἐπαινετόν· τὸ δ' ἐπαινετὸν καλόν → what is good is chosen, what is chosen is approved, what is approved is admired, what is admired is beautiful
English (LSJ)
ατος, τό, kindness returned, Hsch. s.v. ἀνθυπούργησον.
German (Pape)
[Seite 247] τό. erwiderte Wohlthat, VLL.
Greek (Liddell-Scott)
ἀντευεργέτημα: τό, ἀνταπόδοσις εὐεργεσίας, Ἡσύχ. ἐν λέξ. ἀνθυπούργησις.
Spanish (DGE)
-ματος, τό
• Grafía: graf. -γεμητα PLit.Lond.138.8.40 (I d.C.)
favor devuelto τοσοῦτον ἀπέσχηκας τοῦ πρότερον ὑποθεῖναι τὸ ἀντευεργέτημα PLit.Lond.l.c., Hsch.s.u. ἀνθυπούργησιν.