ἀποδερματίζω
From LSJ
ἄνω ποταμῶν ἱερῶν χωροῦσι παγαί → the springs of sacred rivers flow upward, backward to their sources flow the streams of holy rivers
English (LSJ)
flay, strip, Androm. ap. Gal.12.991, Sch.Nic.Al. 301, Hsch.
Greek (Liddell-Scott)
ἀποδερματίζω: ἐκδέρω, «γδέρνω», Σχόλ. εἰς Νικ. Ἀλ. 301, Ἡσυχ.: - Ἐντεῦθεν οὐσιαστ. - ισμός, ὁ, Γλωσσ.
Spanish (DGE)
arrancar, quitar τύλους Androm. en Gal.12.991, en v. pas. Sch.Nic.Al.301, Hsch.
Greek Monolingual
ἀποδερματίζω (Α)
αφαιρώ το δέρμα, γδέρνω.