Πονηρὸν ἄνδρα μηδέποτε ποιοῦ φίλον (μηδέπω κτήσῃ φίλον) → Tibi numquam amicum facito moratum male → Nimm niemals einen schlechten Mann zum Freunde dir
Full diacritics: οἰνομήτωρ | Medium diacritics: οἰνομήτωρ | Low diacritics: οινομήτωρ | Capitals: ΟΙΝΟΜΗΤΩΡ |
Transliteration A: oinomḗtōr | Transliteration B: oinomētōr | Transliteration C: oinomitor | Beta Code: oi)nomh/twr |
ορος, ἡ, mother of wine, ἄμπελος Astyd. 6.
οἰνομήτωρ: -ορος, ἡ, μήτηρ τοῦ οἴνου, ἄμπελος Ἀστυδάμας παρ’ Ἀθην. 40Β.
οἰνομήτωρ, -ορος, ἡ (Α)
(για την άμπελο) η μητέρα του οίνου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < οἶνος + -μητωρ (< μήτηρ), πρβλ. θεο-μήτωρ].