τοιχοποιία

From LSJ
Revision as of 10:42, 24 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

Ἢ μὴ ποίει τὸ κρυπτὸν ἢ μόνος ποίει → Aut occulendum nil patra, aut solus patra → Tu nichts Verborgnes oder tue es allein

Menander, Monostichoi, 225
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τοιχοποιία Medium diacritics: τοιχοποιία Low diacritics: τοιχοποιία Capitals: ΤΟΙΧΟΠΟΙΙΑ
Transliteration A: toichopoiía Transliteration B: toichopoiia Transliteration C: toichopoiia Beta Code: toixopoii/a

English (LSJ)

ἡ, = τειχ- (which is v.l.), Ph.Bel.81.34.

Greek Monolingual

η, ΝΑ τοιχοποιός
νεοελλ.
1. κατασκευή, κτίσιμο τοίχου, τοιχοδομία
2. λιθοδομή
3. συνεκδ. το κτισμένο μέρος ενός κτηρίου
αρχ.
(εσφ. γρφ.) τειχοποιία.