τυμπανάριος
From LSJ
Ξένος ὢν ἀπράγμων ἴσθι καὶ πράξεις καλῶς → Rerum abstine peregrinus et vives bene → Als Fremder sei friedliebend und es geht dir gut
English (LSJ)
ὁ, drummer, PLond.5.1722.7 (vi A. D.).
Greek Monolingual
ὁ, Α
τυμπανιστής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τύμπανον + κατάλ. -άριος (< λατ. κατάλ. -arius), πρβλ. πλακουντ-άριος].