ἡνιοχευτικός
From LSJ
αὐτόχειρες οὔτε τῶν ἀγαθῶν οὔτε τῶν κακῶν γίγνονται τῶν συμβαινόντων αὐτοῖς → for not with their own hands do they deal out the blessings and curses that befall us
English (LSJ)
ή, όν,= ἡνιοχικός, ἀρετή Sch.Pi.O.10(11).83. Adv. -κῶς Et.Gud. 672.29.
German (Pape)
[Seite 1172] ή, όν, das Wagenlenken betreffend, τέχνη Schol. Pind. Ol. 10, 83.
Greek (Liddell-Scott)
ἡνιοχευτικός: ἡ, όν, = ἡνιοχικός, Σχόλ. Πινδ. Ο. 10. 83. - Ἐπίρρ. -κῶς, Ἐτ. Γουδ. 672.
Greek Monolingual
ἡνιοχευτικός, -ή, -όν (Α) ηνιοχεύω
ηνιοχικός («ἡνιοχευτική ἀρετή», Σχόλ. στον Πίνδ.).
επίρρ...
ἡνιοχευτικῶς
με ηνιοχευτικό τρόπο.