ὑπολησμοσύνη
From LSJ
Ἡ κοιλία καὶ πολλὰ χωρεῖ κὠλίγα → Ut multa venter accipit, sic paucula → Der Bauch fasst wenig, aber ebenso auch viel
English (LSJ)
ἡ, forgetfulness, Srpska Kraljevska Akademija, Spomenik 71.312 (Požarevatz).
Greek Monolingual
ἡ, Α
λήθη, λησμονιά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + λησμοσύνη «λήθη, λησμονιά»].