ἑκαταβόλος
From LSJ
Ἱκανῶς βιώσεις γηροβοσκῶν τοὺς γονεῖς → Senes parentes qui fovet, vivet diu → Hinlänglich lebst du, wenn du greise Eltern pflegst
English (LSJ)
ον, Dor. for ἑκατηβ-, Terp.2, Tim.Pers.249.
Greek (Liddell-Scott)
ἑκᾰτᾱβόλος: -ον, Δωρ. ἀντὶ ἑκατηβόλος, Πίνδ.
English (Slater)
ἑκατᾱβόλος, -ον far-shooting ἑκαταβόλων Μοισᾶν ἀπὸ τόξων (join with Μοισᾶν. Σ.) (O. 9.5) pro subs. as epithet of Apollo, τὺ δ, Ἑκαταβόλε, (P. 8.61) τὰν Ἀγαμήδει Τρεφωνίῳ θ' Ἑκαταβόλου συμβουλίαν λαβών fr. 2. 2.
Russian (Dvoretsky)
ἑκατᾱβόλος: дор. = ἑκατηβόλος.