φιλοτίμως
From LSJ
ἀκίνδυνοι δ' ἀρεταὶ οὔτε παρ' ἀνδράσιν οὔτ' ἐν ναυσὶ κοίλαις τίμιαι → but excellence without danger is honored neither among men nor in hollow ships
French (Bailly abrégé)
adv.
avec le désir de se distinguer, avec émulation, avec zèle ; πρός τινα à l'envi de qqn ; πρός τι avec zèle pour qch;
Cp. φιλοτιμοτέρως ou φιλοτιμότερον, Sp. φιλοτιμότατα.
Étymologie: φιλότιμος.
Greek Monolingual
ΝΑ, και φιλότιμα Ν
βλ. φιλότιμος.
Russian (Dvoretsky)
φιλοτίμως: (τῑ) честолюбиво, ревниво, с рвением (οἱ φ. πολιτευόμενοι Lys.): φ. ἔχειν πρός τι Xen. ревностно стремиться к чему-л.; φ. ἔχειν πρός τινα Plat. соперничать с кем-л.