δαμναμένη
From LSJ
οὕτως εἴη ἡμίν ὁ Θεός βοηθός καὶ τὸ ἱερὸν Αὐτοῦ Εὐαγγέλιον ὧδε ἐμφανισθέντα-ὁρκισθέντα → so help us God and Ηis holy Gospel the things here declared and sworn
English (LSJ)
= κατανάγκη, Ps.-Dsc.4.131; = κῆμος, ib.133.
Spanish (DGE)
-ης, ἡ
bot.
1 cornicabra otro n. de κατανάγκη (q.u.) Ps.Dsc.4.131.
2 una leontica, Leontice leontopetalum L., otro n. de ζῳόνυχον (q.u.) Ps.Dsc.4.133.
Greek Monolingual
η
βλ. δάμνημι.