πρᾳότης
From LSJ
γραμματική ἐστιν ἐμπειρία τῶν παρὰ ποιηταῖς τε καὶ συγγραφεῦσιν ὡς ἐπὶ τὸ πολὺ λεγομένων → grammar is a practical knowledge of the usage of poets and writers of prose
English (Strong)
from πρᾷος; gentleness, by implication, humility: meekness.
French (Bailly abrégé)
πρᾳότης ou πραότης, ητος (ἡ) :
douceur, bonté, facilité de caractère.
Étymologie: πρᾷος.
Russian (Dvoretsky)
πρᾳότης: (πρᾱότης), NT тж. πρᾱΰτης, ητος ἡ
1) кротость, мягкость, ласковость, Plat., Isocr., Lys. etc.;
2) сдержанность, спокойствие Arst.