κυκύιζα

From LSJ
Revision as of 15:05, 27 September 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "εῑα" to "εῖα")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

κείνους δὲ κλαίω ξυμφορᾷ κεχρημένους (Euripides' Medea 347) → I weep for those who have suffered disaster

Source

Greek Monolingual

κυκύϊζα (Α)
(κατά τον Ησύχ.) «γλυκεῖα κολόκυντα».
[ΕΤΥΜΟΛ. Οι γλώσσες του Ησυχίου κυκύϊζα και κύκυον είναι αβέβαιης ετυμολ. Προβληματική η σύνδεσή τους με το σικυός «αγγούρι». Κατ' άλλη άποψη, συνδέονται με το λατ. cucumis «αγγούρι»].

Frisk Etymological English

Meaning: γλυκεῖα κολόκυντα and κύκυον τὸν σικυόν H.
See also: s. σίκυος.

Frisk Etymology German

κυκύιζα: {kukúiza}
Meaning: γλυκεῖα κολόκυντα und κύκυον· τὸν σικυόν H.,
See also: s. σίκυος.
Page 2,46