τῶν ἁλῶν συγκατεδηδοκέναι μέδιμνον → have eaten a bushel of salt together
[Seite 960] ἡ, dor. statt στοά, die Halle, s. στοιά.
ἡ, Α(δ. γρφ.) βλ. στοά.