στωά

From LSJ

ἄμεικτον ἑαυτοῖς καταστῆσαι → refuse to admit him to their society

Source

German (Pape)

[Seite 960] ἡ, dor. statt στοά, die Halle, s. στοιά.

Greek Monolingual

ἡ, Α
(δ. γρφ.) βλ. στοά.