διαρριπίζω

From LSJ
Revision as of 11:20, 1 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")

Δύναται τὸ πλουτεῖν καὶ φιλανθρώπους ποιεῖν → Being rich can even produce a social conscience → Animos nonnumquam humanos concinnant opes → Mitunter macht der Reichtum Menschen auch human

Menander, Monostichoi, 120
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διαρρῑπίζω Medium diacritics: διαρριπίζω Low diacritics: διαρριπίζω Capitals: ΔΙΑΡΡΙΠΙΖΩ
Transliteration A: diarripízō Transliteration B: diarripizō Transliteration C: diarripizo Beta Code: diarripi/zw

English (LSJ)

A blow away, disperse, Hld.3.7: metaph. in Pass., Id.9.14. II expose to draughts, Hp.Ep.16 (Pass.).

Spanish (DGE)

I intr.
1 soplar de vientos πνεῦμα ... εἰς τὸν πλησίον διερρίπισε Hld.3.7.3, ἄνεμος ἐξ ἀχυρμιᾶς ... διερρίπισεν Fauorin.de Ex.15.37.
2 en v. med., fig. extenderse μαρμαρυγὴ ... εἰς τοὺς πορρωτάτω διερριπίζετο Hld.9.14.1.
II tr. ventilar, refrescar ὁ πνεύμων ... τὸ ἔνδον ἡμῶν θερμὸν διαρριπίζει Basil.Hex.7.1 (p.396), τοῦτο τὸ πῦρ Anon.V.Thecl.12.50
en v. pas., de pers. ser refrescado con aire, ser abanicado θεραπευόμενος καὶ διαρριπιζόμενος ἀνέπνευσε Ath.Al.H.Ar.12.2
tb. en v. med. (ὀφθαλμοί) τὸν φλογμὸν τοῦ ἡλίου διαρριπιζόμενοι Ps.Caes.144.6.

Greek (Liddell-Scott)

διαρρῑπίζω: φυσῶ μακράν, διασκορπίζω· ἐν τῷ παθ., Ἡλιόδ. 9. 14, Εὐστ. Πονημ. 310. 30· πρβλ. διευριπίζω.

Greek Monolingual

διαρριπίζω (AM)
1. σκορπίζω με φύσημα
2. εκθέτω σε ρεύματα αέρα.