γεροντοειδής
From LSJ
τοῦ δὲ πολέμου οἱ καιροὶ οὐ μενετοί → in war, opportunities won't wait | the chances of war will not wait (Thucydides 1.142.2)
English (LSJ)
ές, like an old man, Eust. 1923.63.
Spanish (DGE)
-ές semejante a un viejo Eust.1923.63.
German (Pape)
[Seite 486] ές, greifenähnlich, Eust.
Greek (Liddell-Scott)
γεροντοειδής: -ές, ὅμοιος γέροντι, Εὐστ. 1923. 63.
Greek Monolingual
γεροντοειδής, -ές (Μ)
ο όμοιος με γέρο.