ἀμίδιον
From LSJ
ἔστι δίκης ὀφθαλμός ὃς τά πανθ' ὁρᾶ → there is an eye of justice that sees everything, all-seeing justice
English (LSJ)
τό, Dim. of ἀμίς, Aeschin.Socr.43, S.E.M.1.234.
Spanish (DGE)
-ου, τό
orinalito Aeschin.Socr.43, S.E.M.1.234, cf. ἀμίς.
Greek (Liddell-Scott)
ἀμίδιον: τὸ, ὑποκορ. τοῦ ἀμίς, Σέξτ. Ἐμπ. Μ. 1. 234.
Greek Monolingual
ἀμίδιον, το (Α)
υποκοριστικό της λέξης ἀμίς.
Russian (Dvoretsky)
ἀμίδιον: τό Sext. demin. к ἀμίς.