ἁμαξουργία
From LSJ
θεὸς δ' ἁμαρτάνουσιν οὐ παρίσταται → God doesn't stand by those who do wrong → A peccatore sese numen segregat → Ein Gott steht denen, die da freveln, niemals bei
English (LSJ)
ἡ, = ἁμαξοπηγία, Thphr.HP3.10.1.
Spanish (DGE)
-ας, ἡ fabricación de carros Thphr.HP 3.10.1.
German (Pape)
[Seite 116] ἡ, Stellmacherei, Theophr.
Greek (Liddell-Scott)
ἁμαξουργία: ἡ, = ἁμαξοπηγία, Θεοφρ. Ἱ. Φ. 3. 10, 1.
Greek Monolingual
η (Α ἁμαξουργία) αμαξουργός
η αμαξοποιία.