δρακείς
From LSJ
ἡ πρὸς τοὺς ἄρρενας συνουσία → passionate friendship between males
English (LSJ)
δρακῆναι, δράκον, v. δέρκομαι:—but δράκεν· ἐνεργεῖ, πράσσει, is prob. f. l. for δέδρακεν, Hsch.
Spanish (DGE)
v. δέρκομαι.
French (Bailly abrégé)
εῖσα, έν;
v. δέρκομαι.
Greek (Liddell-Scott)
δρᾰκείς: δρακῆναι, δράκον, ἴδε ἐν λ. δέρκομαι.
Russian (Dvoretsky)
δρᾰκείς: Pind. part. aor. 2 pass. к δέρκομαι.