Ὥς ἐστ' ἄπιστος (ἄπιστον) ἡ γυναικεία φύσις → Muliebris o quam sexus est infida res → Wie unverlässlich ist die weibliche Natur
Full diacritics: ἀείναος | Medium diacritics: ἀείναος | Low diacritics: αείναος | Capitals: ΑΕΙΝΑΟΣ |
Transliteration A: aeínaos | Transliteration B: aeinaos | Transliteration C: aeinaos | Beta Code: a)ei/naos |
v. ἀέναος.
ος, ον :
p. contr. ἀείνως;
c. ἀέναος.
ἀείναος: -ον, = ἀέναος, ὃ ἴδε.
ἀείναος: -ον = ἀέναος, βλ. αυτ.
ἀείναος: Her. = ἀέναος.