ἔργοισι χρηστός, οὐ λόγοις ἔφυν μόνον → a friend in deeds, and not in words alone
[Seite 850] ion. = ἐνοράω, w. m. s.
ion. c. ἐνοράω.
ἐνορέω: Ἰων. ἀντὶ ἐνοράω.
ἐνορέω (Α)βλ. ενορώ.