ἐνοράω
Λιμῷ γὰρ οὐδέν ἐστιν ἀντειπεῖν ἔπος → Famem adeo responsare nil contra datur → Erfolgreich widerspricht dem Hunger nicht ein Wort
English (LSJ)
A fut. ἐνόψομαι Iamb. in Nic.p.38P.: aor. ἐνεῖδον (q.v.): aor. 1 Pass. ἐνώφθην Theol.Ar.30:—see, remark, observe something in a person or thing, τί τινι Th.3.30, X.Cyr.1.4.27, etc.; τι ἔν τινι Hdt.1.89, Th.1.95, Lys. 33.9 codd.; ἐν γὰρ τῷ οὐκ ἐνεώρα (sc. τὸ τυραννικόν) Hdt.3.53; ἐν τῷ χαλκίῳ ἐνορῶ γέροντα δειλίας φευξούμενον Ar.Ach.1129: c. acc. et fut. part., ἐνεώρα τιμωρίην ἐσομένην he saw that vengeance would come, Hdt.1.123, al.: c. dat. pers. et part., ἐνορῶ ὑμῖν οὐκ οἵοισί τε ἐσομένοισι πολεμεῖν Id.8.140.β':—Pass., Iamb. in Nic.p.43P.
II look at, behold, Arist.Fr.153; δεινὸν ἐ. τοῖς παισί Plu.Publ.6; ἐνορῶντες ἐς ἀλλήλους δεινόν Paus.4.8.2.
Spanish (DGE)
• Morfología: [formas c. aum. y c. red. ἐνεωρ-; fut. ἐνόψομαι Iambl.in Nic.38; aor. ἐνεῖδον Th.7.62, pas. ἐνώφθην Theol.Ar.30]
I tr.
1 c. ac. de abstr. ver en, percibir mentalmente en, observar en, advertir en c. ἐν y dat. o sólo dat. οὐ γάρ τι ἐν σοὶ ἐνορῶ δολερόν Pisistratus 1, εἴρετο ... ὅ τι οἱ ἐνορῴη ἐν τοῖσι ποιευμένοισι Hdt.1.89, ἐνορῶ ... ἐν παίδων κτήσει πολλοὺς καὶ μεγάλους κινδύνους Democr.B 276, ὅπερ καὶ ἐν τῷ Παυσανίᾳ ἐνεῖδον lo que ya habían observado en el caso de Pausanias Th.1.95, ὃ ... τοῖς πολεμίοις ἐνορῶν Th.3.30, εἴ τινα ἑτέραν ἀλλοτριότητα ἐνεῖδες ἐν ἐμοί Pl.Ep.318d, κακόνοιάν τινα ἐνιδόντας μοι X.An.7.7.45, πολλὴν ἐνεῖδεν αὐτοῦ τῇ ψυχῇ τὴν καρτερίαν Chrys.M.59.213, cf. D.C.57.19.3, Eun.VS 501, Hld.10.21.2, en geom. ταυτότητα δὲ καὶ ἰσότητα ἐνείδομεν τοῖς τετραγώνοις Iambl.in Nic.73, cf. l.c., en v. pas. ὑπερβολὴ ... τελειότητος ἐνορᾶται Ph.1.563, ἐπιστήμης φύσιν ἐνορᾶσθαι τοῖς ... ὑπὸ θείας ἠκριβωμένοις προνοίας Iambl.in Nic.7.
2 ref. a eventos futuros entrever, prever, vislumbrar οὐκ ἐνώρα τιμωρίην ἐσομένην Hdt.1.123, μέγ' ἐνορῶ βούλευμ' ἐν ὀρνίθων γένει Ar.Au.162, ἄπορα πυκινοῖς ἐνιδεῖν πάθη que hombres sagaces prevén desgracias insalvables S.Ph.854, c. part. predic. ὡς ἐκ τῆς προτέρας ναυμαχίας τι πλέον ἐνεῖδον σχήσοντες en la forma en que, a juzgar por la anterior batalla, habían previsto conseguir algo más Th.7.36, cf. 62
•de la visión profética ἐνορᾷ γὰρ πνευματικῶς τὰ γινόμενα Hippol.Ben.Iac.p.22.2.
3 fís. ver en o dentro de, esp. de imágenes reflejadas ver una imagen reflejada ἐν τῷ χαλκίῳ ἐνορῶ γέροντα δειλίας φευξούμενον en el bronce veo reflejado un anciano que va a ser acusado de cobardía Ar.Ach.1129, fig. τίς δὲ σαρκῶν αἰσθήσει τὸ δικαιοσύνης ἐνεῖδε πρόσωπον Eus.LC 4 (p.202), en v. pas. ἐν ... τῷ πολλῷ ὑγρῷ τὰ σχήματα ἐνορᾶται Arist.Pr.865b12, ὥσπερ τὸ ἡλίου φέγγος ἐνορᾶται τῇ σελήνῃ Plu.2.942d, cf. 921e, ὁμοίωσις τοῖς ἐνορωμένοις ἐστὶ πρὸς τὰ ἐνορῶντα Plot.3.6.7, cf. Synes.Astrolab.5.
4 mirar, contemplar συνεχὲς ἐνορᾷ τὴν ἀγλαΐαν τεθηπὼς τοῦ ὄρνιθος Ael.NA 16.5.
II intr.
1 ver posibilidad en, tener expectativa, abrigar esperanzas c. dat. de pers. ἐνορῶ γὰρ ὑμῖν οὐκ οἵοισί τε ἐσομένοισι ... πολεμέειν Hdt.8.140β, ἐν γὰρ δὴ τῷ πρεσβυτέρῳ τῶν παίδων οὐκ ἐνώρα pues realmente en el mayor de sus hijos no veía posibilidad (de que pudiera sucederle), Hdt.3.53.
2 fís. mirar en o dentro de c. constr. prep. de ac. μήτ' ἐνόρα πρός τι διαυγὲς ὕδωρ AP 11.76 (Lucill.), μάντις ... ἐς τοῦ ἱερείου τὰ σπλάγχνα ἐνορᾷ Paus.9.39.6, οἷον ὅτε εἰς ὕδωρ ἐνορῶμεν Damian.Opt.12
•mirar directa o fijamente c. dat. ταῦτ' ἄρα ... καὶ ἐνεώρας μοι entonces por eso me mirabas insistentemente X.Cyr.1.4.27, frec. c. adv. δεινὸν ἐνορᾶν κολαζομένοις τοῖς παισίν op. τὰς ὄψεις ἀπαγαγεῖν Plu.Publ.6, ἐνορῶντες ἐς ἀλλήλους δεινόν Paus.4.8.2, ἀτενὲς ἐνιδόντων αὐγῇ Orib.Eup.4.13.1, cf. Arist.Fr.153, fig. κόσμος, οὗ ... τῷ κάλλει ἐνόψονται οἱ καθαροὶ τῇ καρδίᾳ Origenes Io.19.22.
German (Pape)
[Seite 850] (s. ὁράω), 1) in Etwas sehen, bemerken an Etwas; ἐν τῷ χαλκίῳ ἐνορῶ γέροντα δειλίας φευξούμενον Ar. Ach. 1129; τοῖς πολεμίοις ἐνορῶν τὸ ἀφύλακτον, er bemerkte an ihnen, Thuc. 3, 30; ἐν χρημάτων κατασκευῇ ἀνθρώπου κακίαν ἄλλην τινὰ ἐνορᾷς ἢ πενίαν; Plat. Gorg. 477 b; ἐμοὶ δὲ τούτων οὐδὲν ἐνορᾷ οὐδέτερος ὑμῶν Theag. 127 e; κακόνοιάν τινα ἐνιδόντες μοι Xen. An. 7, 7, 45; τῷ προσώπῳ τὸ θαῤῥαλέον Plut. Rom. 7; ἐν τῷ πρεσβυτέρῳ τῶν. παίδων οὐκ ἐνεώρα (τοῦτο) Her. 3, 53; ὅπερ ἐν τῷ Παυσανίᾳ ἐνεῖδον Thuc. 1, 95; mit dem partic., ἐνορέω γὰρ ὑμῖν οὐκ οἵοισί τε ἐσομένοισι πολεμέειν Ξέρξῃ, ich sehe euch an, daß ihr nicht im Stande sein werdet Krieg zu führen, Her. 8, 140; der dat. ist aus dem Zusammenhange oft zu ergänzen, πολλὰ γὰρ ἐνορῶ δι' ἃ ἐμοὶ τοῦτο οὐ ποιητέον, sc. τῷ πράγματι, ich sehe hierbei Vieles, Xen. An. 1. 3, 15; übh. bemerken, einsehen, Her. 1, 123, öfter, u. Folgde. – 2) ansehen, anblicken; τινί, Xen. Cyr. 1, 4, 27, δεινὸν ἐνορᾶν κολαζομένοις παισί Plut. Popl. 6; δριμὺ ἐνορᾶν, scharf, finster ansehen, Luc. u. a. Sp.; εἰς τὴν θεράπαιναν Hel.
French (Bailly abrégé)
ἐνορῶ :
impf. ἐνεώρων, f. ἐνόψομαι, ao.2 ἐνεῖδον;
1 voir dans ou sur, remarquer dans ou sur : ἔν τινί τι ou τινί τι voir qch dans ou sur qqn ou qch : ἐνορέω (ion.) ὑμῖν οὐκ οἵοισί τε ἐσομένοισι πολεμέειν HDT je vois que vous ne serez pas en état de faire la guerre;
2 regarder en face, fixer les yeux sur, τινι.
Étymologie: ἐν, ὁράω.
Russian (Dvoretsky)
ἐνοράω: ион. ἐνορέω (impf. ἐνεώρων, fut. ἐνόψομαι, aor. 2 ἐνεῖδον)
1 замечать, усматривать, видеть (τι ἔν τινι Her., Thuc., Arph., Plat. и τί τινι Thuc., Plut.): ἀπ᾽ ἑωυτοῦ οὐκ ἐνώρα τιμωρίην ἐσομένην ἐς Ἀστυάγεα Her. он понимал, что сам лично не сможет отомстить Астиагу;
2 смотреть, глядеть (τινι Xen., Plut., Luc.).
Greek (Liddell-Scott)
ἐνοράω: Ἰων. -έω: μέλλ. ἐνόψομαι: ἀόρ. ἐνεῖδον (ὃν ἴδε): - βλέπω, παρατηρῶ τι ἔν τινι προσώπῳ ἢ πράγματι, τοῖς πολεμίοις ἐνορῶν (τὸ ἀφύλακτον) Θουκ. 3. 30, κτλ.˙ τι ἐν. τινι Ἡρόδ. 1. 89, Θουκ. 1. 95, πρβλ. Λυσ. 916. 7˙ ἐν γὰρ τῷ οὐκ ἐνεώρα ἐνν. τὸ τυραννικὸν Ἡρόδ. 3. 53˙ μετ’ αἰτιατ. καὶ μετοχ. μέλλ. ἐνεώρα τιμωρίην ἐσομένην, ἔβλεπεν ὅτι ἐκδίκησις θὰ ἐπήρχετο, ὁ αὐτ. 1. 123, πρβλ. 170., 5. 36, Ἀριστοφ. Ἀχ. 1129: ἀλλὰ μετὰ δοτ. προσ. καὶ μετοχ., ἐνορέω ὑμῖν οὐκ οἵοισίν τε ἐσομένοισι πολεμεῖν Ἡρόδ. 8. 140. ΙΙ. ἐνατενίζω εἴς τινα ἤ τι, βλέπω τινὰ ἤ τι ἀτενῶς, Ξεν. Κύρ, 1. 4, 27, Ἀριστ. Ἀποσπ. 148˙ δεινὸν ἐνορᾶν κολαζομένοις τοῖς παισὶ Πλουτ. Ποπλ. 6, πρβλ. Παυσ. 4. 8, 2.
Greek Monotonic
ἐνοράω: Ιων. -έω, μέλ. -όψομαι, αόρ. βʹ -εῖδον·
I. βλέπω, επισημαίνω, παρατηρώ κάτι σε κάποιον ή κάτι, τί τινι, σε Θουκ., κ.λπ.· τι ἔν τινι, σε Ηρόδ. κ.λπ.· με αιτ. και μτχ. μέλ., ἐνεώρα τιμωρίην ἐσομένην, διέβλεπε ότι η εκδίκηση θα ερχόταν, στον ίδ.
II. κοιτάζω, προσβλέπω, ατενίζω ή κοιτάζω, παρατηρώ, σε Ξεν.
Middle Liddell
ionic -έω fut. -όψομαι aor2 -εῖδον
I. to see, remark, observe something in a person or thing, τί τινι Thuc., etc.; τι ἔν τινι Hdt., etc.; c. acc. et part. fut., ἐνεώρα τιμωρίην ἐσομένην he saw that vengeance would come, Hdt.
II. to look at or upon, Xen.
Lexicon Thucydideum
animadvertere, to notice, perceive, 1.95.7, 3.30.4, 7.36.2, [Vat. Vatican manuscript εἶδον] 7.62.1.