ἱερατευματικός
From LSJ
τοῦ δὲ πολέμου οἱ καιροὶ οὐ μενετοί → in war, opportunities won't wait | the chances of war will not wait (Thucydides 1.142.2)
German (Pape)
[Seite 1240] = ἱερατικός, ὑπομνήματα Plut. Marc. 5, nach Schäfer.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
sacerdotal.
Étymologie: ἱεράτευμα.
Greek (Liddell-Scott)
ἱερᾱτευματικός: -ή, -όν, ἱερατικός, Ἐπιγραφ. Murat. σ. 632, Πλουτ. Μάρκ. 5.
Greek Monolingual
ἱερατευματικός, -ή, -όν (Α) ιεράτευμα
ο ιερατικός.
Greek Monotonic
ἱερᾱτευματικός: -ή, -όν, ιερατικός, σε Πλούτ.
Middle Liddell
ἱερᾱτευματικός, ή, όν
priestly, Plut. [from ἱερᾱτεύω]