ὄπα
From LSJ
σωφροσύνη τὸ περὶ τὰς γυναῖκας → temperance in relation to women
French (Bailly abrégé)
acc. de ὄψ.
Greek (Liddell-Scott)
ὄπα: Δωρ. ἀντὶ ὄπη, Πινδ. Ο. 11, 15, κτλ.·
Russian (Dvoretsky)
ὄπα: acc. к ὄψ I.
σωφροσύνη τὸ περὶ τὰς γυναῖκας → temperance in relation to women
acc. de ὄψ.
ὄπα: Δωρ. ἀντὶ ὄπη, Πινδ. Ο. 11, 15, κτλ.·
ὄπα: acc. к ὄψ I.