Ἰατρὸς ἀδόλεσχος ἐπὶ τῇ νόσῳ νόσος → Medicus loquax, secundus aegro morbus est → Ein Arzt, der schwätzt, verdoppelt nur der Krankheit Last
subs.
P. and V. μανία, ἡ, τὸ μανιῶδες, λύσσα, ἡ (Plat. but rare P.), οἶστρος, ὁ (Plat. but rare P.), βακχεία, ἡ (Plat. but rare P.), V. λυσσήματα, τά, μαργότης, ἡ, βακχεύματα, τά, τὸ βακχεύσιμον.