δυσπαράγραφος

From LSJ
Revision as of 12:55, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")

λέγεται δὲ καὶ κλῶνας αὐτῆς θύραις ἢ θυρίσι προστεθέντας ἀποκρούειν τὰς τῶν φαρμάκων κακουργίας → its branches attached to doors or windows are said to repel the evil of spells

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δυσπαράγρᾰφος Medium diacritics: δυσπαράγραφος Low diacritics: δυσπαράγραφος Capitals: ΔΥΣΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ
Transliteration A: dysparágraphos Transliteration B: dysparagraphos Transliteration C: dysparagrafos Beta Code: duspara/grafos

English (LSJ)

ον, hard to define, ποσότης Plb.16.12.10; hard to state precisely, Id.18.15.1; hard to terminate, of life, Phld.Herc. 1251.16.

Spanish (DGE)

-ον
difícil de definir ἡ ποσότης Plb.16.12.10, ὁ τόπος de un tema de estudio, Plb.18.13.3
difícil de establecer con precisión τίσιν οὖν εἰκότως ἂν ἐπιφέροι τις τὴν ὀνομασίαν ταύτην, ἔστι μὲν δυσπαράγραφον Plb.18.15.1
neutr. subst. τὸ δ. dificultad de determinar, de precisar el momento de la muerte, Phld.Elect.16.14.

German (Pape)

[Seite 686] schwer zu begränzen, zu bestimmen; ἡ ποσότης Pol. 16, 12, 10; 17, 15, 1.

Russian (Dvoretsky)

δυσπαράγρᾰφος: трудно определимый (δ. ἐστιν ἡ ποσότης, οὐ μὴν ἀπαράγραφός γε Polyb.).

Greek (Liddell-Scott)

δυσπαράγρᾰφος: -ον, δυσκόλως ὁριζόμενος ἢ περιοριζόμενος, Πολύβ. 16. 12, 10, κτλ.

Greek Monolingual

δυσπαράγραφος, -ον (Α)
1. αυτός που δύσκολα προσδιορίζεται
2. (για τη ζωή) αυτός που δύσκολα τερματίζεται.