θηοῖο
From LSJ
λέγεται δὲ καὶ κλῶνας αὐτῆς θύραις ἢ θυρίσι προστεθέντας ἀποκρούειν τὰς τῶν φαρμάκων κακουργίας → its branches attached to doors or windows are said to repel the evil of spells
English (LSJ)
Ep. for θεῷο, 2sg. pres. opt. o† θηέομαι.
French (Bailly abrégé)
2ᵉ sg. prés. opt. de θηέομαι.
Russian (Dvoretsky)
θηοῖο: эп. 2 л. sing. praes. opt. к θηέομαι (см. θεάομαι).
Greek (Liddell-Scott)
θηοῖο: Ἐπικ. ἀντὶ θεῷο, β΄ ἑνικ. εὐκτ. ἐνεστ. τοῦ θηέομαι.
English (Autenrieth)
see θηέομαι.
Greek Monotonic
θηοῖο: Επικ. αντί θεῷο, βʹ ενικ. ευκτ. ενεστ. του θηέομαι.