μητίζομαι
From LSJ
Στέργει γὰρ οὐδεὶς ἄγγελον κακῶν ἐπῶν → No one loves the bearer of bad news
English (LSJ)
v. μητίομαι.
Russian (Dvoretsky)
μητίζομαι: изобретать, создавать (πρώτιστον μὲν Ἔρωτα θεῶν μητίσατο πάντων Parmenides ap. Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
μητίζομαι: ἴδε μητίομαι.
Greek Monolingual
μητίζομαι (Α)
(δ. γρφ.) μητίομαι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. του μητίομαι.