οἰνάρεον

From LSJ
Revision as of 15:00, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")

Λιμῷ γὰρ οὐδέν ἐστιν ἀντειπεῖν ἔπος → Famem adeo responsare nil contra datur → Erfolgreich widerspricht dem Hunger nicht ein Wort

Menander, Monostichoi, 321

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
c. οἴναρον.
Étymologie: οἰνάρεος.

Russian (Dvoretsky)

οἰνάρεον: (ᾰ) τό Theocr. = οἴναρον.

Greek (Liddell-Scott)

οἰνάρεον: τό, ποιητ. ἀντὶ οἴνᾰρον, φύλλον ἀμπέλου, Θεόκρ. 7. 134.

Greek Monotonic

οἰνάρεον: τό, ποιητ. αντί οἴνᾰρον, αμπελόφυλλο, κληματόφυλλο, σε Θεόκρ.

Middle Liddell

οἰνάρεον, ου, τό,
a vine-leaf, Theocr. poet. for οἴνᾰρον]