Ἔρως, ὅ κατ' ὀμμάτων στάζεις πόθον → Eros who drips desire into the eyes
subs.
Borders: P. and V. ὅρια, τά, P. μεθόρια, τά (Xen.). On or of the marches, adj.: P. μεθόριος.