ἄνεμος καὶ ὄλεθρος ἄνθρωπος → ruinous and unstable man, a man unstable as the wind
[Seite 1025] ion. u. ep. = ἔρομαι, s. ἔρω.
ἐρέομαι: эп. praes. med. к ἐρέω I.
ἐρέομαι: ἴδε ἔρομαι.
see ἐρέω.
ἐρέομαι: Επικ. αντί εἴρομαι, ἔρομαι, ρωτώ.