ὀψιαίτερος
From LSJ
Ἔνεγκε λύπην καὶ βλάβην εὐσχημόνως → Damna ac dolores disce generose pati → Mit schicklichem Anstand trage Trauer und Verlust
English (LSJ)
ὀψιαίτατος, Att. Comp. and Sup. of ὄψιος.
Russian (Dvoretsky)
ὀψιαίτερος: compar. к ὄφιος.
Greek (Liddell-Scott)
ὀψιαίτερος: ὀψιαίτατος, Ἀττ. συγκρ. καὶ ὑπερθ. τοῦ ὄψιος.
Greek Monotonic
ὀψιαίτερος: ὀψιαίτατος, Αττ. συγκρ. και υπερθ. του ὄψιος.