ὁ ὑπεράπειρον ἔχων τῆς ἀγαθότητος τὸ ἀνεξιχνίαστον πέλαγος → who possesses an infinite and inscrutable sea of goodness
subs.
P. εὐπορία, ἡ, ἀφθονία, ἡ, Ar. and P. περιουσία, ἡ.