ἀκαταφόρητος
From LSJ
English (LSJ)
ον, not to be borne, Hsch. s.v. ἀνάρσιος.
Spanish (DGE)
-ον que no puede ser llevado Hsch.s.u. ἀνάρσιον.
Greek (Liddell-Scott)
ἀκαταφόρητος: -ον, «ἀνάρσιον, ἀβάστακτον, ἀκαταφόρητον, ἄδικον, ἀνάρμοστον», Ἡσύχ.